Κυριακή, Σεπτεμβρίου 14, 2008

Αγαπημένοι Θεατρικοί Μονόλογοι 2- Δόνα Ροζίτα

ΔΟΝΑ ΡΟΖΙΤΑ

Τόσα χρόνια συνήθισα να ζω έξω από μένα και να συλλογιέμαι πράματα που ήταν πολύ μακριά. Και τώρα που όλα αυτά δεν υπάρχουν πια, γυρίζω και ξαναγυρίζω στο ίδιο παγωμένο μέρος, γυρεύοντας μια πόρτα για να βγω δίχως ν’ ανταμώσω κανένα. Τα ’ξερα όλα... Το ’ξερα πως είχε παντρευτεί. Κάποια σπλαχνική ψυχή βρέθηκε να μου το πει. Μα και τότε, σαν διάβαζα τα γράμματα που μου ’στελνε, ζούσα μέσα σ’ ένα ψεύτικο όνειρο, γεμάτα λυγμούς, που και μένα την ίδια με φόβιζε. Αν δεν είχε μιλήσει ο κόσμος κι αν όλοι εσείς δεν το ξέρατε, αν δεν το ξερε άλλος κανείς από μένα, τα γράμματά του και τα ψέματά του θα θρέφανε τ’ όνειρό μου όπως και τον πρώτο χρόνο που ’φυγε. Μα όλοι το ξέραν και με δαχτυλοδείχναν, και το σεμνό το ύφος της αρραβωνιασμένης ήτανε γελοίο, κι η παρθενικιά μου βεντάλια κωμικιά. Κάθε χρόνος που ’φευγε, ήταν σαν ένα ακριβό φυλαχτό που μου τραβάγαν απ’ το λαιμό.
Και σήμερα παντρεύεται η μια μου φίλη, κ’ ύστερα η άλλη, κ’ η άλλη, κι αύριο έχει παιδί κι αναθρέφει κ’ έρχεται να μου δείξει τους βαθμούς του, κ’ έχουν όλες καινούργια σπιτικά και καινούργια τραγούδια — κι εγώ μένω ανάλλαχτη, με την ίδια πάντα τρεμούλα μες στην καρδιά — και ίδια πάντα όπως και πρώτα, να κόβω το ίδιο γαρίφαλο, να κοιτάζω τα ίδια σύννεφα.

Και τη μέρα, σαν βγαίνω στο δρόμο, νιώθω πως δε γνωρίζω πια κανένα. Τ αγόρια και τα κορίτσια με προσπερνάν γιατί κουράζομαι και περπατάω σιγά — κ’ ένα απ’ τ’ αγόρια λέει «Να η γεροντοκόρη» — κ’ ένα άλλο, όμορφο, με σγουρά μαλλιά, απαντάει «Αυτή έχει μείνει στο ράφι». Κ εγώ τ’ ακούω, και δεν μπορώ να φωνάξω. μα προχωράω με το στόμα γεμάτο φαρμάκι και μ’ έναν αβάσταχτο πόθο να φύγω μακριά, να βρω μια γωνιά να βγάλω τα παπούτσια μου, να ξαποστάσω και να μη σαλέψω από κει ποτέ πια.

Είμαι γριά... Χτες σ’ άκουσα να λες στη Νένα πως μπορώ ακόμα να παντρευτώ. Αυτό είναι αδύνατο. Βγάλ’ το απ’ το νου σου. Έχασα πια την ελπίδα να παντρευτώ κείνον που αγαπούσα μ’ όλη μου την ψυχή — κείνον που αγαπούσα — κείνον... που αγαπώ... Όλα τέλειωσαν... κι ωστόσο, μόλο που ξέρω πως είναι χαμένο το όνειρό μου, κοιμάμαι και ξυπνάω έχοντας εδώ μέσα μου κάτι φοβερό: μια νεκρή ελπίδα.

Θέλω να φύγω μακριά και να μη βλέπω κανένα, να ’συχάσω, να μη σκέφτομαι. Δεν έχει τάχα το δικαίωμα μια δυστυχισμένη ν’ ανασάνει ;... Κι όμως η ελπίδα με κυνηγάει ακόμα, με σκοτώνει. Σαν λύκος μισοπεθαμένος, που απλώνει τα νύχια για στερνή φορά. (Φ.Γκ. Λόρκα)

1 Comments:

Anonymous Ανώνυμος said...

Καλημέρα! Τελικά βγαίνει ωραίο το concept με τα αφιερώματα αυτά στο μπλογκ σου, και φυσικά πολύ ωραίος ο μονόλογος της Ροζίτας που είναι αρκετά φορτισμένος συναισθηματικά και όπως πάντα η γραφή του Λόρκα που είναι γεμάτη από εικόνες, αυτός ο άνθρωπος τελικά φτιάχνει καμβάδες ολόκληρους με το ανεκπλήρωτο όνειρο, με την απογοήτευση, με την ελπίδα που αχνοσβήνει...

:)

10:09  

Δημοσίευση σχολίου

<< Home