Δευτέρα, Ιουλίου 03, 2006

ΚΑΘΡΕΦΤΕΣ

Νέα συνήθεια κι’ αυτή, νέο σαράκι
Στους βουερούς πεζόδρομους που περπατώ
Με τα μοντέρνα σχέδια, τις φωτεινές βιτρίνες
Και τους καθρέφτες ολόγυρα το απέραντο να ορίζουν

Κρυφά το βλέμμα πάντα πέφτει στους καθρέφτες
Τη νέα μου μορφή αναζητά
Τη μνήμη πιο καλά να τη φωτίσει
Και τις ρυτίδες τις καινούριες εξερευνά
-Δυό κάθετες γραμμές τα μάτια μου έχουν σκίσει-
από διάφορα πρίσματα, σε διάφορα βάθη.

Καινούρια αποκτήματα είναι οι ρυτίδες τούτες
Απομεινάρι μοναχό αγάπης σκονισμένης
Που τα σημάδια της ζητώ ξανά να ψηλαφίσω.

Θα έλεγε κανείς θρήνος πως είναι αυτό το βλέμμα
Της ομορφιάς, που κέρδισε ο πανδαμάτωρ χρόνος
Πόνος για την νεότητα που ξέμεινε
Δύο χαράδρες πίσω, σε κάποιο άλλο φως προσηλωμένη.

Μα αν περαστικός τύχει το θέαμα αυτό να δείς
Θλίψη αν πεις πως βρήκες, θάναι ψέμα
Ένα μειδίαμα υπόγειο θα βρεις
Και μια λάμψη βαθειά στο βλέμμα.

Όχι, απογοήτευση κρυμμένη δεν θα βρείς,
Η ομορφιά η ανέγγιχτη, ποτέ μου δεν με συγκινούσε
Πρόσωπα αχάραχτα, σκληρά, τα μάτια μου αποστρέφουν

Είναι οι ρυτίδες μου αυτές κομμάτι από σένα
Που ο χρόνος όπως προσπερνά τις σκάβει κουρασμένα
Και όσο απομακρύνομαι, στου κόσμου το παιχνίδι
Ένας καθρέφτης πάντοτε αγάπη θα θυμίζει.

ΑΓΑΠΕΣ

Είναι κάτι αγάπες ξεχασμένες,
Σε μπλέ τετράδια τριμμένα και παλιά
Στα φύλλα των ονείρων μας κοιμούνται
Πληγές νωπές, σε άδεια αγκαλιά.

Είναι κάτι αγάπες χαραγμένες
Στις πιό βαθειές ρυτίδες θα τις βρείς
Ρεύματα υπόγεια που τη ματιά παγώνουν
Χαρές και λύπες τις μετρούν μ ένα γιατί.

Eίναι κάτι αγάπες σκονισμένες
Κρυμμένες απ της ζωής τη φυλακή
Σκάβουν και σκάβονται για νάβγουν στον αέρα
Γελούν, τινάζονται, χτυπιούνται και πενθούν .

Το κλάμα τους βουβό θ ακούς τα μεσημέρια
Μέσα απ τους χτύπους μιάς καμπάνας θα ριγούν
Στην άμμο θα ζητάς το άγγιγμά τους
Στη θάλασσα ανάσα θα ζητούν.

Μα κάποια νύχτα μία σκέψη σου θ αδράξω
Και στο πλακόστρωτο του ονείρου σου θα μπώ
Την πέτρα μ ένα δάκρυ μου θα σβήσω
Kι ένα τετράδιο θ' αφήσω παιδικό...
3/06

Σάββατο, Ιουλίου 01, 2006

ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ...

΄Οταν τον κήπο με τις γέρικες βελανιδιές διαβώ
κι αυτές μου πιάσουν απαλά το χέρι
καθώς τα φορτωμένα τους κλαδιά
σκύψουν να με φιλήσουν,

η αίσθησή σου θάνατος
στο ξέφωτο του ονείρου θα με σύρει,
καθώς ένα παλιό φιλί στεφάνι θα μου πλέκει,
κλαδιά βαθιά που ρίζωσαν στου χρόνου την ανάσα
όψη στεγνή που νότισε η άμπωτις τυχαία.