Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 15, 2008

Aγαπημενοι Θεατρικοί Μονόλογοι 3 - Κόμισσα

ΜΟΝΟΜΑΧΙΑ ΓΥΝΑΙΚΩΝ





ΚΟΜΙΣΣΑ
Τον αγαπάει. Γιατί να μην τον αγαπάει ; Μήπως δεν είναι νέα όπως και ’κείνος ; Δεν είναι πλούσια και ευγενής όπως και ‘κείνος ; Τότε γιατί μ’ αυτή τη σκέψη τόσο υποφέρω ; Γιατί όσο μου μιλούσε ένιωθα θυμό για ’κείνη και απέχθεια... όχι δεν είναι δυνατόν. Δεκαπέντε μέρες τώρα δεν τον φρόντιζα σαν φίλη, δεν του μιλούσα σαν μητέρα ; Σήμερα το πρωί ακόμη δεν τον ευχαρίστησα που με αποκάλεσε αδελφή του ; Παρά τη θέλησή μου ο πέπλος πέφτει. Η μητρική αυτή γλώσσα δεν ήταν παρά ένα τερτίπι για να ξεγελασθεί η καρδιά μου. Δεν αναζητούσα σ’ αυτούς τους δήθεν τίτλους της αδελφής ή της μητέρας παρά ένα πρόσχημα, για να έχω το δικαίωμα να του φανερώσω τη στοργή μου. Δεν είναι απλό ενδιαφέρον, φιλία, αφοσίωση, είναι έρως. Αγαπώ. (Με τρόμο) Αγαπώ ! Εγώ ! και αντίζηλός μου είναι το πλάσμα της καρδιάς μου, ένας άγγελος καλωσύνης όλο χάρη. Δεν σου απομένει παρά μία και μόνη απόφαση να πάρεις. Φυλάκισε το τρελό πάθος σου μέσα στην καρδιά σου, σαν να ήταν εντροπή. Κρύψε το, πνίξ’ το. (Έπειτα από μικρή παύση) δεν μπορώ. Αφότου η φωτιά αυτή, που υποβόσκει τόσον καιρό, φλογοβόλησε μπροστά στα μάτια μου, αφότου ομολόγησα τον έρωτά μου στον εαυτό μου, ό,τι κι αν κάνω, ό,τι κι αν σκεφθώ, αυτός ο έρως νιώθω να με κατακλύζει σαν το κύμα που όλο ανεβαίνει. (Αποφασιστικά) Γιατί λοιπόν να τον πολεμήσω ; Είναι γεγονός τετελεσμένο ότι η Λεονή αγαπά τον Ερρίκο. Εκείνος όμως δεν την αγαπάει ακόμη. Αν την αγαπούσε, Θα είχε μιλήσει. Κι αν είχε μιλήσει θα μου το ‘λεγε η Λεονή. (Χαρούμενη) Άρα είναι ελεύθερος. Ας διαλέξει λοιπόν. Είναι ωραία, ναι. Αλλά λένε ότι και γω είμαι όμορφη ακόμα. Ας αποφασίσει εκείνος. (Θλιμμένα) Κακόμοιρο παιδί! Τον αγαπάει τόσο πολύ! Όμως εγώ τον αγαπώ χίλιες φορές περισσότερο! Εκείνη αγαπά όπως αγαπάμε όταν είμαστε δεκάξι χρόνων και έχουμε όλο το μέλλον μπροστά μας, τότε που η καρδιά έχει τόσα πλούτη ώστε μπορεί να γιατρευτεί, να παρηγορηθεί, να ξεχάσει και να ξαναγεννηθεί, Όταν όμως είσαι τριάντα χρόνων, ο έρωτας είναι όλη σου η ζωή. Ας αγωνιστούμε λοιπόν. Ας πολεμήσουμε χωρίς δόλο και γυναικεία πονηριά αλλά με όπλο την αφοσίωση, τη στοργή τη γοητεία. Λένε πως διαθέτω ευφυΐα, ας τη χρησιμοποιήσω λοιπόν. Η άμυνα που διαθέτει η Λεονή είναι τα δεκάξι της χρόνια. Κι αν σήμερα νικήσω εγγυώμαι για το μέλλον. Θα κάνω τον Ερρίκο τόσο ευτυχισμένο, ώστε η δική του ευτυχία Θα είναι η άφεση για τη δική μου. (Μικρή παύση) Θα νικήσω όμως; Ούτε καν γνωρίζω αν μου επιτρέπεται να ριχθώ στην μάχη. Ποιος θα μου το πει ; Όταν έχεις μεγάλο όνομα, περιουσία και οι πάντες σε σέβονται, εκείνοι που σε περιστοιχίζουν σου λένε άραγε την αλήθεια ; (Παίρνει από το τραπέζι αριστερά έναν καθρέφτη) Δεν μπορώ να κρατήσω τον καθρέφτη. Τρέμει το χέρι μου. Δεν είναι η φιλαρέσκειά μου, ο φόβος να κοιτάξω μέσα. Η καρδιά μου κάνει το χέρι μου να τρέμει. Ας μην κοιτάξω. (Διστάζει, ύστερα κοιτάζει στον καθρέφτη, χαμογελάει και λέει) Καλά, έχει ξεγελάσει τόσους και τόσους ! (Αφήνοντας τον καθρέφτη στο τραπέζι βλέπει την επιστολή) Μπα, μια επιστολή. Κυρίαν κόμησσαν Σεσίλ ντ’ Οτρεβάλ. (Κοιτάζει την υπογραφή) Από τον κύριο ντε Γκρινιόν. Τι να γράφει άραγε ;


(Ευγ. Σκριμπ)

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 14, 2008

Αγαπημένοι Θεατρικοί Μονόλογοι 2- Δόνα Ροζίτα

ΔΟΝΑ ΡΟΖΙΤΑ

Τόσα χρόνια συνήθισα να ζω έξω από μένα και να συλλογιέμαι πράματα που ήταν πολύ μακριά. Και τώρα που όλα αυτά δεν υπάρχουν πια, γυρίζω και ξαναγυρίζω στο ίδιο παγωμένο μέρος, γυρεύοντας μια πόρτα για να βγω δίχως ν’ ανταμώσω κανένα. Τα ’ξερα όλα... Το ’ξερα πως είχε παντρευτεί. Κάποια σπλαχνική ψυχή βρέθηκε να μου το πει. Μα και τότε, σαν διάβαζα τα γράμματα που μου ’στελνε, ζούσα μέσα σ’ ένα ψεύτικο όνειρο, γεμάτα λυγμούς, που και μένα την ίδια με φόβιζε. Αν δεν είχε μιλήσει ο κόσμος κι αν όλοι εσείς δεν το ξέρατε, αν δεν το ξερε άλλος κανείς από μένα, τα γράμματά του και τα ψέματά του θα θρέφανε τ’ όνειρό μου όπως και τον πρώτο χρόνο που ’φυγε. Μα όλοι το ξέραν και με δαχτυλοδείχναν, και το σεμνό το ύφος της αρραβωνιασμένης ήτανε γελοίο, κι η παρθενικιά μου βεντάλια κωμικιά. Κάθε χρόνος που ’φευγε, ήταν σαν ένα ακριβό φυλαχτό που μου τραβάγαν απ’ το λαιμό.
Και σήμερα παντρεύεται η μια μου φίλη, κ’ ύστερα η άλλη, κ’ η άλλη, κι αύριο έχει παιδί κι αναθρέφει κ’ έρχεται να μου δείξει τους βαθμούς του, κ’ έχουν όλες καινούργια σπιτικά και καινούργια τραγούδια — κι εγώ μένω ανάλλαχτη, με την ίδια πάντα τρεμούλα μες στην καρδιά — και ίδια πάντα όπως και πρώτα, να κόβω το ίδιο γαρίφαλο, να κοιτάζω τα ίδια σύννεφα.

Και τη μέρα, σαν βγαίνω στο δρόμο, νιώθω πως δε γνωρίζω πια κανένα. Τ αγόρια και τα κορίτσια με προσπερνάν γιατί κουράζομαι και περπατάω σιγά — κ’ ένα απ’ τ’ αγόρια λέει «Να η γεροντοκόρη» — κ’ ένα άλλο, όμορφο, με σγουρά μαλλιά, απαντάει «Αυτή έχει μείνει στο ράφι». Κ εγώ τ’ ακούω, και δεν μπορώ να φωνάξω. μα προχωράω με το στόμα γεμάτο φαρμάκι και μ’ έναν αβάσταχτο πόθο να φύγω μακριά, να βρω μια γωνιά να βγάλω τα παπούτσια μου, να ξαποστάσω και να μη σαλέψω από κει ποτέ πια.

Είμαι γριά... Χτες σ’ άκουσα να λες στη Νένα πως μπορώ ακόμα να παντρευτώ. Αυτό είναι αδύνατο. Βγάλ’ το απ’ το νου σου. Έχασα πια την ελπίδα να παντρευτώ κείνον που αγαπούσα μ’ όλη μου την ψυχή — κείνον που αγαπούσα — κείνον... που αγαπώ... Όλα τέλειωσαν... κι ωστόσο, μόλο που ξέρω πως είναι χαμένο το όνειρό μου, κοιμάμαι και ξυπνάω έχοντας εδώ μέσα μου κάτι φοβερό: μια νεκρή ελπίδα.

Θέλω να φύγω μακριά και να μη βλέπω κανένα, να ’συχάσω, να μη σκέφτομαι. Δεν έχει τάχα το δικαίωμα μια δυστυχισμένη ν’ ανασάνει ;... Κι όμως η ελπίδα με κυνηγάει ακόμα, με σκοτώνει. Σαν λύκος μισοπεθαμένος, που απλώνει τα νύχια για στερνή φορά. (Φ.Γκ. Λόρκα)

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 10, 2008

Αγαπημένοι Θεατρικοί Μονόλογοι- Ευτυχία


Ήθελα από καιρό να κάνω ένα αφιέρωμα σε ρόλους που θα ήθελα να υποδυθώ, λόγια που ήθελα να έχω πεί... και ο Σεπτέμβρης είναι μια καλή ευκαιρία για νέα ξεκινήματα! Πάμε λοιπόν...



Πρώτο απόσπασμα, από το έργο του Μορίς Μαίτερλινκ, Γαλάζιο Πουλί (η μετάφραση είναι της Π. Πανταζή)



ΕΥΤΥΧΙΑ:
Τον ακούσατε ;... Αν έχει, λέει, το σπίτι του Ευτυχίες !... Μα, κακομοίρη μου, έχει τόσες Ευτυχίες, που κοντεύει να σκάσει ! ... Χοροπηδάνε πόρτες και παράθυρα !... Γελάμε, τραγουδάμε, γκρεμίζουμε τους τοίχους, σηκώνουμε τα κεραμίδια απ’ τη χαρά μας... Αλλά του κάκου, εσύ δεν βλέπεις τίποτα, τίποτα δεν ακούς... Στο μέλλον ελπίζω να φανείς πιο γνωστικός... Στο μεταξύ, έλα να σου συστήσω τις πιο σημαντικές. Έτσι, όταν με το καλό γυρίσεις πίσω, θα τις αναγνωρίσεις πιο εύκολα... Κι ίσως κάποια βραδιά, στο τέλος μιας όμορφης μέρας, ίσως να νιώσεις την ανάγκη, μ’ ένα χαμόγελο, με μια καλή κουβέντα, να τις ευχαριστήσεις. Γιατί, να ξέρεις, βάζουν τα δυνατά τους για να σου κάνουν τη ζωή εύκολη και γλυκιά... Εγώ, καταρχάς, η Ευτυχία της Υγείας, δούλη σου αφοσιωμένη... Δεν είμαι τόσο όμορφη, το ξέρω, μα είμαι η πιο σημαντική. Θα με θυμάσαι άραγε ;... Από εδώ η Ευτυχία του καθαρού αέρα που είναι σχεδόν διάφανη... Εκείνη με το γκρι είναι η Ευτυχία ν’ αγαπάς τους γονείς σου, πάντα λίγο θλιμμένη, γιατί ποτέ κανείς δεν την υπολογίζει... Να η Ευτυχία του γαλανού ουρανού, ντυμένη φυσικά στα γαλάζια. Και η Ευτυχία του δάσους, ντυμένη, εξίσου φυσικά, στα πράσινα, που θα τη βλέπεις κάθε φορά που θα βγαίνεις στο παράθυρο... Να και η Ευτυχία της λιακάδας, με τις διαμαντένιες ανταύγειες, και η Ευτυχία της άνοιξης με το έξαλλο σμαραγδί. Μα βέβαια. Κάθε μέρα είναι γιορτή, σ’ όλα τα σπίτια — αρκεί να ’χεις τα μάτια σου ανοιχτά... Κι όταν έρχεται το βράδυ, να σου και η Ευτυχία της δύσης του ήλιου, πιο όμορφη απ’ όλες τις βασίλισσες του κόσμου. Κι αυτήν τη διαδέχεται η Ευτυχία να βλέπεις τ’ αστέρια ν ανάβουν, ολόχρυση σαν είδωλο αλλοτινού θεού... Ύστερα, όταν έχει παλιόκαιρο, έρχεται η Ευτυχία της βροχής, με τα πέπλα της τα μαργαριταρένια, και η Ευτυχία της φωτιάς του χειμώνα, που τυλίγει τα παγωμένα χέρια στην πορφυρή προβιά της... Και δεν μιλώ για την καλύτερη απ’ όλες, γιατί είναι σαν αδελφή με τις Μεγάλες διάφανες Χαρές που θα δείτε σε λίγο, την Ευτυχία των αθώων σκέψεων, την πιο φωτεινή ανάμεσά μας... Κι ακόμα έχουμε την Ευτυχία... μα είναι πάρα πολλές, αλήθεια !... δεν θα τελειώναμε ποτέ, και πρέπει να ειδοποιήσω τις Μεγάλες Χαρές που βρίσκονται εκεί ψηλά, στο βάθος, κοντά στις πόρτες του ουρανού, και δεν ξέρουν ακόμα ότι είστε εδώ... Θα στείλω την Ευτυχία να τρέχεις ξυπόλυτος στο δροσερό γρασίδι, που είναι πιο σβέλτη... Στην Ευτυχία που ονόμασε, που έρχεται χοροπηδώντας) Πήγαινε ! "